λογοπεδία

λογοπεδία
η
ιατρ. το σύνολο τών θεραπευτικών μέσων που χρησιμοποιούνται από την παιδιατρική για την αποκατάσταση κανονικής προφοράς σε παιδιά που εμφανίζουν διαταραχές τού λόγου, ψυχικής ή αισθητηριοκινητικής αιτιολογίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λογοπεδικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λογοπεδία 2. το θηλ. ως ουσ. η λογοπεδική η λογοπεδία 3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ειδικός στη θεραπευτική αγωγή τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + πεδικός (< πέδη «δεσμά»), πρβλ. ορθο πεδικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”